Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ Κ. ΜΠΟΥΣΜΟΥΚΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΘ, ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΔΕΓ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΜΕ ΘΕΜΑ "ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ" 


       Όταν περνούσα έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Βέροιας, έβλεπα – Βεροιώτης ων – στον αυλόγυρό του ασώματες κεφαλές και ακέφαλα κορμιά από αγάλματα, καθώς και πληθώρα από αραδιασμένες μαρμάρινες στήλες μ’ επιγραφές από την εποχή των αρχαίων Μακεδόνων και τους μετέπειτα ελληνορωμαϊκούς χρόνους. Αντίκριζα τον μεγάλο αριθμό τους, που μ’ εντυπωσίαζε με την πυκνή, τη στενόχωρη διευθέτησή τους μέσα στον ανεπαρκή χώρο. Από συνήθεια, όμως, δεν στοχαζόμουν πια την ιστορική αξία, που εμπεριέχεται στο υπαίθριο τούτο αρχείο επιγραφών της πόλης μου.
       Η γη της Βέροιας φύλαξε στα σπλάχνα της με ιδιαίτερη στοργή στήλες από τάφους, τις λεγόμενες επιτύμβιες, στήλες αφιερωμένες σε ναούς, τις αλλιώς αναθηματικές, στήλες με αποφάσεις και ψηφίσματα του Κοινού των Μακεδόνων, που είχαν για έδρα τη Βέροια. Έτσι, πολλά από τα μακεδονικά ονόματα, που θ’ ακούσετε, τα έφεραν και αρχαίοι συντοπίτες μου και τα γνωρίζουμε – κυρίως – από τις γραμμένες, τις ενεπίγραφες αυτές πέτρες.
       Πριν, όμως, μπούμε στο κύριο μέρος της ομιλίας μου με τα ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων, θ’ αναφερθώ πολύ σύντομα στην ιδιαίτερη συγγένεια των Μακεδόνων με τη φυλή των  Δωριέων, γιατί αυτό, όπως θα φανεί στη συνέχεια, έχει βαρύνουσα σημασία στα πλαίσια του θέματός μου.
       Ο  Ηρόδοτος, πατέρας της Ιστορίας και Δωριέας στην καταγωγή, μας πληροφορεί ότι οι Δωριείς, ανάμεσά τους πρώτοι και καλύτεροι οι Σπαρτιάτες, ήταν μέρος των Μακεδόνων και ότι Δωριείς και Μακεδόνες ήταν οι μαχητές από την Πελοπόννησο που, μαζί με τους Αθηναίους, αγωνίστηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών. Οι Δωριείς – πάντα κατά τον Ηρόδοτο – προτού να κατέβουν στην Πελοπόννησο ήταν νομάδες της Πίνδου και συγκαταλέγονταν στους Μακεδόνες: «Το δε Δωρικόν, πολυπλάνητον κάρτα (…) οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον, δηλ. Οι Δωριείς έκαμναν έντονη νομαδική ζωή (…) κατοικούσαν στην Πίνδο και ονομάζονταν Μακεδόνες».
       Τα εθνογενετικά τούτα στοιχεία τα αναφέρω, γιατί, όπως θα δούμε, όσα ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων δεν έχουν τη μορφή των ιωνικών – αττικών ονομάτων έχουν μορφή δωρική, δηλ., μακεδονική. Έτσι, φέρνω  ένα προκαταρτικό παράδειγμα ανδρικού και γυναικείου ονόματος: Μαχητής και Ηδίστη σ’ επιγραφές με γλώσσα αττική στο χώρο της Μακεδονίας. Στην ίδια, όμως, διάλεκτο, την αττική, που ήταν παρακλάδι της ιωνικής διαλέκτου, έχουμε και τους δωρικούς – μακεδονικούς τύπους των ίδιων ονομάτων με τη μορφή Μαχάτας και Αδίστα, δηλ. Ηδίστη, που σημαίνει «Γλυκητάτη». Και στους δύο τύπους, Μαχάτας και Αδίστα, σημειώνουμε την παρουσία δύο άλφα αντί των δύο ήτα των ιωνικών τύπων Μαχητής και Ηδίστη. Το ήτα είναι φωνητικό γνώρισμα της ιωνικής- αττικής, ενώ το άλφα της δωρικής-μακεδονικής. Με άλλα λόγια, αν και οι Μακεδόνες έγραφαν στη γλώσσα των Αθηναίων, την αττική διάλεκτο, τα ονόματά τους διατηρούν πολύ συχνά τον δωρικό – μακεδονικό τύπο σε α.
       Εάν οι Μακεδόνες είχαν υιοθετήσει  την ελληνική γλώσσα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, που δεν τους είδαν και δεν τους άκουσαν, ενώ ο Ηρόδοτος τους είδε από κοντά και τους άκουσε και μας καταθέτει την αξιόπιστη μαρτυρία του για την ελληνικότητά τους, θα έπρεπε  κανονικά να κρατήσουν και ένα μεγάλο μέρος από ξένα κύρια ονόματα, που να μας θυμίζουν την παλιά μη ελληνική λαλιά τους. Αυτό θα έδινε  δουλειά σε εκείνους τους γλωσσολόγους που ασχολούνται με την ετυμολογία των λέξεων. Τα κύρια, όμως, ονόματα των Μακεδόνων είναι κατακάθαρα ελληνικά και δεν παρουσιάζουν σχεδόν κανένα πρόβλημα στην ετυμολογική ανάλυσή τους.
       Αντίθετα με τους αρχαίους Μακεδόνες, οι Ίσαυροι της Μ. Ασίας, που άφησαν τη μητρική τους γλώσσα και παρέλαβαν την ελληνική, για αιώνες, μετά τον γλωσσικό τους εξελληνισμό, έφερναν τα παλιά μη ελληνικά ονόματα των αλλόγλωσσων προγόνων τους. Το ίδιο συνέβη και με τη Δακία, την σημερινή Ρουμανία, όπου λεγεωνάριοι ιλλυρικής καταγωγής, αν και ήδη λατινόφωνοι, έφερναν ακόμη αρκετοί από αυτούς ιλλυρικά και όχι λατινικά ονόματα, όπως μαρτυρούν επιγραφές στη χώρα που κατέκτησε ο Τραϊανός.
       Τα ελληνικά ονόματα των Μακεδόνων ξεκινούν από τη μυθική και φτάνουν μέχρι την ιστορική περίοδό τους. Αυτό καταφαίνεται από ονόματα της μυθολογίας και της ιστορίας τους, από τα οποία άλλα μας παρέδωσαν οι γραπτές πηγές αρχαίων κειμένων και άλλα οι πέτρινες επιγραφές, όπου η Μακεδονία «στις γραμμένες αυτές πέτρες ομιλεί μόνον ελληνικά», κάνοντας παράφραση στο έργο του Μαργαρίτη Δήμιτσα υπό τον τίτλο Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις.
       Άλλωστε, πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς με την πραγματική, τη μητρική γλώσσα των Μακεδόνων, όταν σ’ επιγραφή του 486 π.Χ. σκαλισμένη πάνω σε βράχο, κοντά στον τάφο του Δαρείου του πρώτου, πατέρα του Ξέρξη, ανάμεσα στον κατάλογο με τα ονόματα των υπηκόων της Περσικής αυτοκρατορίας οι Μακεδόνες καταγράφονται ως  yauna takabara «Ίωνες, δηλ. Έλληνες για τους Ανατολίτες, που φορούν καπέλο σαν ασπίδα», εδώ εννοείται η καυσία των Μακεδόνων, ένα πλατύγυρο σκιάδι που τους προστάτευε από τον καύσωνα (καυσία).
       Όπως είπα πρωτύτερα, τα κύρια ονόματα των Μακεδόνων δεν προσφέρονται στη βάσανο των ιστορικών γλωσσολόγων, τουλάχιστο στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Έτσι, από ένα σύνολο 1.044 ονομάτων από το χώρο της Μακεδονίας, παραμένουν περίπου μόνο δέκα δύσκολα στην ετυμολόγησή τους, όπως: Βιταλώ, Δρούβις, Εράκτωρ, Ζηκαλώνη, Πύλα, Πλιενίας, Ροίμισος, Σίβρας και Σίπας, δηλ. το ένα στα χίλια ονόματα. Αυτά, είτε είναι ελληνικά και δύσκολα στην ετυμολόγησή τους είτε είναι ξένα.
       Τελειώνοντας εδώ με την εισαγωγή, θα μπούμε τώρα στο κυρίως θέμα που αρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι το ετυμολογικό, με αυτό επιδιώκουμε να βρούμε τη ρίζα, την προέλευση δύο μόνο στην περίπτωσή μας ονομάτων: ένα γεωγραφικό κι εθνικό μαζί, το όνομα Μακεδονία – Μακεδόνες,  και το άλλο μυθικό: το όνομα Κάρανος,  που υπήρξε  βασιλιάς και ιδρυτής του βασιλείου της Μακεδονίας. Το δεύτερο μέρος του θέματός μου αναφέρεται στην τυπολογία των κύριων ονομάτων που έφερναν οι Μακεδόνες, δηλαδή αναφέρεται στη μορφή που είχαν τα ονόματά τους. Έτσι, στο σημείο αυτό θα μας απασχολήσει π.χ. το ερώτημα εάν τα ονόματά τους είχαν στη γλώσσα τους τη μορφή με την οποία μας τα παραδίδουν τα ιστορικά κείμενα και οι επιγραφές, όλα γραμμένα στην αττική διάλεκτο, που οι Μακεδόνες την είχαν καθιερώσει ως γλώσσα του κράτους των.
       Στο τρίτο μέρος μας απασχολεί η ετυμολογική σημασία των κύριων μακεδονικών ονομάτων. Η προσέγγιση αυτή θα μας δείξει, μέσα από την κατηγοριοποίηση των ονομάτων με κριτήριο τον σημασιολογικό τους πυρήνα, τις αξίες και τις τάσεις, που καλλιεργούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Ένα προκαταρτικό κι εδώ παράδειγμα προσφέρεται με το χαρακτηριστικό μακεδονικό όνομα Αμύντας, που σημαίνει «αυτός που αμύνεται, που αποκρούει την επίθεση», το οποίο μας δείχνει την πολεμική ετοιμότητα, που έπρεπε να έχουν οι Μακεδόνες απέναντι στις ακατάπαυστες απειλές των βόρειων γειτόνων τους. Το μέρος αυτό θα μας  επιτρέψει να σηκώσουμε το πέπλο που καλύπτει την κοινωνία των αρχαίων Μακεδόνων, πέρα από τα ιστορικά κείμενα που αναφέρονται σε αυτούς και ασφαλώς στο μέτρο που η ονοματολογία τους μας το επιτρέπει.
       Ξεκινώ, λοιπόν, με το τοπωνύμιο Μακεδονία,  που στη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων λεγόταν Μακετία,  ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν Μακέται. Ο Ηρόδοτος τους ονομάζει Μακεδόνες και ως σύνολο Μακεδνόν έθνος. Το επίθετο μακεδνός στα ομηρικά έπη σημαίνει «ψηλός, ραδινός, μακρύς», ενώ μακεδνή αίγειρος χαρακτηρίζεται η λεύκα ως δέντρο ψηλό και ραδινό, που είναι. Στην ιωνική διάλεκτο το μακεδνός ακουγόταν ως μηκεδνός. Η λέξη μήκος με τον δωρικό τύπο μάκος βρίσκεται στη ρίζα όλων των σχετικών με τη Μακεδονία και τους Μακεδόνες λέξεων. Έτσι, από τον τύπο μάκος (=μήκος) έχουμε τη Μακετία, που σημαίνει «χώρα ψηλή, ορεινή». Είναι η Άνω Μακεδονία και Μακέτης είναι ο Μακεδόνας ως κάτοικος αρχικά της «ψηλής, της ορεινής χώρας, της Μακετίας».
       Στα βλάχικα από το Πισοδέρι της Φλώρινας make αποκαλούνταν ο «ψηλός» και ακουγόταν ως παρωνύμιο / παρατσούκλι με τη σκωπτική σημασία «κρεμανταλάς». Την Άνω Μακεδονία αναφέρει ο Ηρόδοτος ως ορμητήριο των πρώτων Μακεδόνων, ενώ ο ερευνητής του μακεδονικού χώρου Nikolas Hammond βλέπει ως κοιτίδα των Μακεδόνων τη Μακεδονίδα γη, ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Πιέρια.
       Το άλλο όνομα που θα αναλύσω ετυμολογικά είναι το Κάρανος. Το όνομα αυτό θα το προσεγγίσουμε τόσο στη ριζική του αναγωγή όσο και στη μυθολογική διάστασή του, γιατί το όνομα τούτο, ο Κάρανος, σημαδεύει και ταυτόχρονα αντανακλά τις απαρχές του αρχαϊκού κόσμου των Μακεδόνων, των Μακεδόνων που δήλωναν Έλληνες πολύ πριν ο πολιτισμός των νοτίων Ελλήνων, κυρίως της Αθήνας, γίνει της μόδας και αναδειχθεί σε πρότυπο, άξιο προς μίμηση, πράγμα που έγινε με τον κλασική πολιτισμό, μετά όμως τους περσικούς πολέμους.
       Το όνομα Κάρανος σημαίνει προφανώς «κύριος, αρχηγός, επικεφαλής». Το έφερνε ο δεύτερος μετά τον Περδίκα μυθικός γενάρχης των Μακεδόνων. Αυτός πήρε χρησμό, κατά τη μυθολογική παράδοση, από τους Δελφούς, που του υποδείκνυε να αφήσει το Άργος και την καλλιγύναικα Ελλάδα, δηλαδή την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες, και με αφετηρία τις πηγές του Αλιάκμονα να ακολουθήσει τις αίγες και όπου αυτές διανυκτερεύσουν από μόνες τους, εκεί να ιδρύσει την πρωτεύουσα του βασιλείου του. Έτσι  προέκυψε η αρχαϊκή των Μακεδόνων πρωτεύουσα, οι Αιγές, η σημερινή – πιθανότατα – Βεργίνα, που κείτεται στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα. Αλλά, σύμφωνα και πάλι με δελφικό χρησμό, ο βασιλιάς Αρχέλαος επέλεξε και αυτός τη θέση της δεύτερης πρωτεύουσας των Μακεδόνων, με βάση τον τόπο, όπου διανυκτέρευαν τα γίδια. Έτσι, μετέφερε την πρωτεύουσα του βασιλείου εκεί, όπου τις πρωινές ώρες αντίκρισε ένα κοπάδι αίγες να ξεκουράζονται. Το σημείο αυτό της Βουτιίδας επιλέχτηκε για τη νέα πρωτεύουσα με το όνομα Πέλλα.
       Την αντίληψη ότι εκεί όπου σταματούν από μόνα τους τα γίδια για διανυκτέρευση, εκεί πρέπει και ο ποιμένας να στήσει τον καταυλισμό του την άκουσα από κτηνοτρόφο της περιοχής Σερβίων, γιατί, όπως μου εξήγησε, τα ζώα τούτα αισθάνονται καλύτερα από τον άνθρωπο την ευκρασία ενός τόπου και τα τελλουρικά, τα μαγνητικά ρεύματα της γης.
       Το ίδιο έπρατταν και οι παλιοί Θρακιώτες που επέλεγαν θέση για την ίδρυση νέων χωριών σε σημεία, όπου τους οδηγούσαν οι αίγες.
       Ο Κάρανος, οι αίγες και η θέση της πόλης των Αιγών δένουν όχι μόνο μυθολογικά αλλά και με ανάλογη ετυμολογική σημασία, καθόσον καρανώ έλεγαν οι αρχαίοι Κρήτες την «αίγα», ενώ ο ρηματικός τύπος καρανώσει σήμαινε – πάντα κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο – «κορυφώσει, δηλ. να ανέβει στην κορυφή».
       Ο τρίτος μυθικός γενάρχης, μετά τον Περδίκκα του Ηρόδοτου και τον Κάρανο του Θεόπομπου, ήταν ο Αρχέλαος. Τον μύθο αυτόν επινόησε – πιθανόν – ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, για να κολακεύσει προφανώς τον βασιλιά Αρχέλαο που τον προστάτευε. Το όνομα Αρχέλαος σημαίνει «αρχηγός του λαού» και μας θυμίζει τη λέξη αρχίλλαν, με την οποία – κατά τον Ησύχιο – οι Δωριείς Κρήτες δήλωναν την έννοια «αρχιποιμένας».
       Σε ιδιώματα της Εύβοιας, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας η λέξη άρχος ή αρχός σημαίνει «αρχηγός», ενώ στο ιδίωμα της Ανατολής από την Ιεράπετρα της Κρήτης δηλώνει τον «επικεφαλής του κοπαδιού».
       Οι λέξεις Κάρανος και καρανώ ανάγονται στη  λέξη - βάση κάρα, που σημαίνει «κεφαλή, άκρα, κορυφή και συνεκδοχικά άνθρωπος στους τραγικούς ποιητές». Σας θυμίζω την έκφραση «η κάρα του αγίου τάδε».
       Ωστόσο, η λέξη κάρηνον και δωρικά κάρανον, με τη σημασία «κεφαλή» και «κορυφή βουνών», θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει τους πιο πάνω τύπους.
       Κάρανος ή Κάρνος ήταν ο θεός που προστάτευε τους βοσκούς και τα κοπάδια τους στην αρχαία Λακωνία και τη Μεσσηνία.
       Η χρήση των λέξων κάρα – καρανώ – Κάρανος και ο συσχετισμός τους με την έννοια «αίγα/γίδα», ξεκινάει από το γεγονός ότι το ζώο αυτό μπαίνει κεφαλή, μπροστάρης στα κοπάδια των προβάτων και ως «ευφυέστερο» από αυτά τα οδηγεί στη βοσκή ή πίσω στη στάνη. Είναι το γκισέμι, ο πρωτολάτης του κοπαδιού.
       Κύρια ονόματα, όπως Κάρανος, Γαυάνης (αδελφός του γενάρχη Περδίκκα), Αρχέλαος και λέξεις, όπως: αίξ, αίγες, καρανώ και το τοπωνύμιο Αιγές αφήνουν, μέσα από ετυμολογικές σημασίες, μεταφορές και συμβολισμούς, να φανεί ο νομαδοκτηνοτροφικός τρόπος ζωής των πρώτων Μακεδόνων, όπου ο τσέλιγκας είναι αρχηγός του φαλκαριού, του συνόλου, δηλαδή, των ενωμένων κοπαδιών, ενώ ο αρχιτσέλιγκας είναι μεταφορικά η κεφαλή, η κάρα της νομαδοκτηνοτροφικής φυλής.
       Η χρήση των τύπων άρχος ή αρχός από «αρχηγός» σε «ποιμενάρχης» συντελείται με βάση την παραβολή των εννοιών «κοπάδι οικόσιτων ζώων» και «λαός». Να θυμηθούμε τη μεταφορική χρήση της λέξης ποιμενάρχης στη δήλωση της έννοιας «μητροπολίτης».
       Την περίπτωση του Κάρανου ως αρχηγού και ποιμενάρχη μας θυμίζει και η σημασιολογική εξέλιξη του επαγγελματικού τύπου căpraru «γιδοβοσκός» η οποία παράγεται στα βλάχικα από τη λέξη capra «γίδα», που με τη μορφή găvraru στα βλάχικα της Αλβανίας και γκαβράρους στο ιδίωμα των Σαρακατσάνων από την περιοχή των Σερρών προσλαμβάνει τη σημασία «άξιος, έμπειρος κτηνοτρόφος, ο υπεύθυνος και επικεφαλής του κοπαδιού», που ασφαλώς στα πλαίσια νομάδων κτηνοτρόφων εξελισσόταν σε αρχιποιμένα και αρχηγό της φυλής, μιας και για να είσαι καλός γιδοβοσκός, πρέπει να ενσαρκώνεις τον τύπο του λοκατζή. Τα γίδια είναι ζώα αυτόνομα, ζημιάρικα και βόσκουν σε δυσπρόσιτα μέρη, γι’ αυτό η βόσκησή τους απαιτεί άγρυπνη προσοχή και σωματική ευκινησία.
       Στην αρχαία Μακεδονία, άλλωστε, η αίγα ήταν ζώο με χαρακτήρα, θα λέγαμε, «τοτεμικό». Γι’ αυτό και η εμβληματική μορφή της αίγας αποτυπώθηκε σε νομίσματα των Μακεδόνων βασιλέων, ενώ στο όραμα του προφήτη Δανιήλ ο Αλέξανδρος, ως Μακεδόνας, εμφανίζεται συμβολικά σαν τράγος που παλεύει και νικάει το κριάρι, τον Πέρση βασιλέα.
       Το όνομα Κάρανος φέρει στρατηγός του Αλέξανδρου, ενώ ο Ηρόδοτος μας παραδίδει Σπαρτιάτη με το ίδιο όνομα.
       Αφού είπαμε αρκετά για τον Κάρανο και  για τις αίγες, θα περάσουμε τώρα στην τυπολογία των μακεδονικών ονομάτων.
       Η μορφολογία των κύριων ονομάτων στους κόλπους των αρχαίων Μακεδόνων μαρτυράει κι αυτή με τον τρόπο της την αρχαϊκή ελληνοφωνία τους. Η γλωσσολογική, όμως, ανάλυση της μορφής που έχουν τα ονόματά τους με όλες τις λεπτομέρειες, θα κούραζε τον μη εξοικειωμένο σε παρόμοια θέματα ακροατή. Γι’ αυτό, θα περιοριστώ σε όσα είναι απαραίτητα για την κατανόηση της μορφής που έχουν τα  ονόματα των Μακεδόνων, τόσο στα αρχαία γραπτά κείμενα και στις επιγραφές, όπου μας παραδόθηκαν, όσο και στη δική τους τη μητρική γλώσσα, τα καθεαυτό μακεδονικά, στα οποία μακεδονικά δεν έχουμε τον τύπο κανενός κύριου ονόματος.
       Οι Μακεδόνες, αν και μιλούσαν δωρική διάλεκτο, η οποία έμοιαζε με τις βορειοδυτικές ελληνικές διαλέκτους, όπως είναι των αρχαίων Ηπειρωτών, των Ακαρνάνων και των Αιτωλών, γλωσσική συγγένεια την οποία επιβεβαιώνει και ο ρωμαίος Τίτος Λίβιος, είχαν για δημόσια / επίσημη χρήση τη γλώσσα των Αθηναίων, που είναι γνωστή ως αττική διάλεκτος. Η αττική διάλεκτος, όπως είπαμε, είναι παρακλάδι της ιωνικής ελληνικής διαλέκτου. Βασικό γνώρισμα που διακρίνει τη δωρική από την ιωνική διάλεκτο σε επίπεδο φωνητικής είναι το /ā/ της δωρικής και το /η/ της ιωνικής, που με τη σειρά του προέκυψε από το /ā/ της αρχαιότερης περιόδου. Έτσι, οι Δωριείς πρόφεραν π.χ. φάμα και οι Ίωνες φήμη, παγά οι Δωριείς και πηγή οι Ίωνες, φαγός οι Δωριείς και φηγός οι Ίωνες, εννοείται το δέντρο βελανιδιά / δρυς, τοξότας οι Δωριείς και τοξότης οι Ίωνες, οπλίτας οι Δωριείς και οπλίτης οι Ίωνες. Παρόμοια, σήμερα τα: καλύβα αντί καλύβη, διχαλωτό αντί διχηλωτό τα αποδίδουμε δωρικότροπα.
       Καθώς, λοιπόν, οι Μακεδόνες είχαν για  κρατική γλώσσα την αττική διάλεκτο, τα ονόματά τους μας παραδόθηκαν άλλοτε προσαρμοσμένα στη  μορφή των αττικών – ιωνικών ονομάτων και άλλοτε πάλι ξέφευγαν από τον αττικό τύπο και γράφονταν με τον δωρικό – μακεδονικό τύπο. Έτσι, έχουμε πολλές περιπτώσεις ονομάτων με δύο τύπους, όπως για παράδειγμα: Αλκέτης, Πευκέστης, Κλεονίκη, Ευριδίκη στην αττική μορφή αλλά και τα ίδια ονόματα ως Αλκέτας, Πευκέστας, Κλεονίκα κι Ευριδίκα στη δωρική τους μορφή.
       Μακεδονικά ονόματα σε –ης για τα αρσενικά και –η για τα θηλυκά απαντούν περισσότερο συχνά στις παράλιες περιοχές της Μακεδονίας, όπως της Αμφίπολης, της Χαλκιδικής και αλλού, όπου ακουγόταν η αττική / ιωνική διάλεκτος των αποίκων από τον ελληνικό νότο.
       Συχνότερα κύρια ονόματα σε –ας μας παραδόθηκαν, όπου πριν από την κατάληξη έχουμε το σύμφωνο /τ/, όπως π.χ. Ιππότας, Λαρέτας, Μαχάτας, Μεγάρτας, Φιλώτας, Χάρτας.
       Εκτός από το /τ/, που προσελκύει κατάληξη σε –ας, έχουμε και άλλους τύπους ονομάτων σε –ας με λιγότερη, όμως, συχνότητα στην εμφάνισή τους, όπως π.χ. Νικάδας, Μαννίδας, Φόρβας, Ύλας, Αττίνας (όνομα μοναδικό από τη Βέροια), Μάγας.
       Το χαρακτηριστικό –α εμφανίζεται όχι μόνο στην κατάληξη αλλά και μέσα στη λέξη. Έτσι, ο Δημόκριτος γράφεται και Δαμόκριτος, ο Δήμων ως Δάμων ή Δάμας. Το λατρευτικό επίθετο του Ηρακλή  στη Δυτ. Μακεδονία γράφεται ως Κυναγίδας αντί Κυνηγίδης στα ιωνικά.
       Όσο για τα γυναικεία ονόματα, η μορφή τους είναι αντίστοιχη με εκείνη των αντρικών ονομάτων, όπως είδαμε και σε προηγούμενο παράδειγμα. Σας διαβάζω τώρα μερικά δωρικότροπα μακεδονικά ονόματα γυναικών, όπως: Λύκα, Γλαύκα, Βερνίκα (η Φερενίκη), Φίλα, Κύνα, Θεοφίλα, Αντιγόνα, Ανδρομάχα κ.τ.λ.
       Θα αναρωτιόταν κανείς γιατί αυτή η προτίμηση των Μακεδόνων ως προς τη χρήση του – α αντί του- η της αττικής – ιωνικής, στην οποία κι έγραφαν. Όπως είπαμε, όμως, το –α είναι φωνητικό γνώρισμα της δωρικής, ενώ το –η  της αττικής – ιωνικής. Ωστόσο, η χρήση του –α αντί του –η, το οποίο – η προφερόταν πιθανόν ως /e/ (θυμίζω την προφορά του –η στα ποντιακά όπου το τήρα (=κοίτα) προφέρεται τέρεν, ο Γιάννης ως Γιάννες κ.τ.λ.) υποκρύπτει, εννοείται η προτίμηση του –α, αισθητικό ακουστικό νόμο, καθώς το –α ταιριάζει στο δωρικό ήθος, που είναι σοβαρό και συντηρητικό, ενώ το η/ε είναι νεοτερικό και ταιριάζει στο ιωνικό πνεύμα, αντίστοιχα θα έλεγα με τον στιβαρό αυστηρό δωρικό τύπο κίονα,  όπως οι κίονες του Παρθενώνα,  και τον λεπτό, περίτεχνο, χαριτωμένο ιωνικό τύπο κίονα, στο πλαίσιο πάντα της αρχαίας τέχνης.
       Σήμερα από τον χώρο των τοπικών ιδιωμάτων της Μακεδονίας, όπως είναι τα εντόπια νεοελληνικά, το σλαβοφανές ιδίωμα και τα βλάχικα – αρμάνικα, στην επίδοση κύριων ονομάτων σε –α για θηλυκά και αρσενικά ονόματα ξεχωρίζουν μόνο τα βλάχικα. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι ανάγω τα λατινογενή βλάχικα στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο, αν και κανείς δεν μπορεί να την αποκλείσει τουλάχιστον ως γλωσσικό υπόστρωμά τους. Έτσι, γυναικεία ονόματα, όπως για παράδειγμα: Καλλιόπη, Δέσπω, Ευτέρπη, Βερονίκη, Ειρήνη προσαρμόζονται και ακούγονται στα βλάχικα ως: Kaljopa, Δespa, Fterpa, Virunica, Arina. Γι’ αυτό, κρίνω ότι πρέπει να σταθούμε για λίγο στην περίπτωση των βλάχικων ανδρικών ονομάτων, γιατί τα αντρικά ονόματα προσφέρουν ένα παράλληλο, ένα ανάλογο παράδειγμα με τα μακεδονικά αντρικά ονόματα, τόσο στη μητρική  των Μακεδόνων διάλεκτο όσο και στην προσαρμογή τους, όταν περνούσαν στην κοινή ελληνική των αρχαίων χρόνων.
       Στα βλάχικα ο Νίκος προσαρμόζεται και ακούγεται ως Nica, ο Γιώργος ως Yorγa, ο Χρήστος ως Hrista, ο Ντίνος Dina, ο Στέφος Stefa κ.τ.λ.
       Τα ίδια αυτά βλάχικα ονόματα όταν περνούν στα νέα ελληνικά παίρνουν μορφή με κατάληξη σε –ας και ακούγονται ως: Νίκας, Γιώργας, Χρήστας, Ντίνας, Στέφας.
       Μήπως κάτι ανάλογο είχαμε και με την αρχαϊκή διάλεκτο των Μακεδόνων, όπου ακούγονταν κύρια ονόματα στην ονομαστική πτώση, όπως: *Αμύντα, *Φιλώτα, *Ιππότα κ.τ.ό., τα οποία πέρασαν στην αττική διάλεκτο και την κοινή ελληνική ως Αμύντας, Φιλώτας, Ιππότας; Αυτό είναι πολύ πιθανό, καθώς οι Μακεδόνες είχαν στη γλώσσα τους κοινές απλές λέξεις αρσενικού γένους με τον αρχαιότατο τύπο σε –α και όχι σε –ας, όπως: ο τοξότα αντί ο τοξότας, ο ιππηλάτα αντί ο ιππηλάτας κ.τ.ό.
       Στο τρίτο τώρα μέρος του θέματός μου, την ετυμολογική σημασία των κύριων μακεδονικών ονομάτων, μέσα από τη σημασία που τα ονόματα εκφράζουν, θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω τις αξίες και τις τάσεις που επικρατούσαν στα πλαίσια της αρχαιομακεδονικής κοινωνίας, όπως προείπα.
       Από την εμφάνισή τους στο προσκήνιο της ιστορίας μέχρι την υποταγή τους στους Ρωμαίους, οι Μακεδόνες βρίσκονταν σε συνεχείς αγώνες για την άμυνα και την επιβίωσή τους. Έτσι, γίνονται το μεγάλο ανάχωμα ανάσχεσης για το νότιο ελληνισμό απέναντι στα επιθετικά κύματα που ορμούν από τα βόρεια. Αυτό το γνώριζαν καλά και οι Ρωμαίοι που μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) δε ζήτησαν, ως νικητές, από τους Μακεδόνες να διαλύσουν τον στρατό ξηράς, για να μην αναλάβουν οι ίδιοι το βάρος για την υπεράσπιση των νοτιότερων κτήσεών τους. Αλλά, και μετά την τελική νίκη τους  στη μάχη της Πίδνας (168 π.Χ.) επέτρεψαν στους ηττημένους Μακεδόνες να έχουν δικά τους praesidia armata, δηλ. ένοπλες φρουρές από Μακεδόνες, στα εξωτερικά όρια της χώρας τους. Ωστόσο, και στους τρεις πρώτους αιώνες της Ρωμαιοκρατίας, η Μακεδονία παραμένει το στρατιωτικό κέντρο, η βάση των επιχειρήσεων για την κατάκτηση της βαλκανικής ενδοχώρας.
       Έτσι, αυτό το υποχρεωτικό αμυντικό στρατιωτικό πνεύμα επιβάλλει ή μάλλον υπαγορεύει ονόματα εμπνευσμένα από το πεδίο της πολεμικής αρετής, όπως: Αλκίμαχος είναι ο δυνατός στη μάχη, Αγέλας είναι αυτός που άγει / οδηγεί το λαό, τον στρατό, Αγέρος είναι αυτός που κάνει συγκεντρώσεις, ο αρχηγός, Αγησίστρατος (από το αγήσ-ομαι, μέλλων της δωρικής διάλεκτου) είναι αυτός που θα οδηγήσει τον στρατό, Άγιππος είναι αυτός που οδηγεί το ιππικό, Άδμητος είναι ο αδάμαστος, ο ανίκητος, Αδάμας είναι επίσης ο αδάμαστος, ο ακατάβλητος, Άδραστος είναι αυτός που δεν δραπετεύει, Μαχάτας ο μαχητής, Ποίμαχος ο διακείμενος προς τη μάχη, ο πρόθυμος για μάχη. Είναι τόσα πολλά τα σχετικά με την πολεμική τέχνη κύρια ονόματα, που κλείνω την παράγραφο τούτη με τα εξής: Πολεμαίος, Πτολεμαίος, Πολεμοκράτης, Πολέμων, Στράτιος, Νικόμαχος, Ανδρομάχα, Βερενίκα (η Φερενίκη), Νικονόα, Στρατονίκη, Ερώνασσα (ηρωική βασίλισσα) και άλλα πολλά παρόμοια.
       Τα παραπάνω ονόματα και όσα παραλείψαμε σχετικά συνιστούν τη μεγαλύτερη κατηγορία κύριων μακεδονικών ονομάτων, που αφήνουν να καταφανεί ότι οι Μακεδόνες έδιναν στα παιδιά τους ονόματα, που τα καθοδηγούσαν στην ανάπτυξη των πολεμικών τους αρετών, όπως είναι π.χ. η ανδρεία, η καρτερικότητα, η ορμητικότητα, η τόλμη, η φιλοπατρία, οι ηγετικές ικανότητες. Όλα τούτα ήταν απαραίτητα εφόδια ψυχής και σώματος για τον Μακεδόνα, προκειμένου να καταστεί άξιος να επιβιώσει στη μάχη και να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα που τον έτρεφε.
       Ονόματα, όπως: Θεότας, Θεόφιλος, Θεοπρεπία, Θεότιμος, Θεογείτων, Θεόδοτος, Θεόδωρος, Θεοξένη, Δημήτριος (= ο αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα), Διογενής, Διόφαντος κ.τ.ό. μαρτυρούν τη θεοσέβεια των παλαιών Μακεδόνων. Χαρακτηριστικά αναφέρω το όνομα Θεόμνηστος, όπου το επίθετο μνηστός σημαίνει «αυτός που κέρδισε την αγάπη κάποιου» και στην περίπτωση με τον Θεόμνηστο έχουμε «αυτόν που κέρδισε την αγάπη του Θεού». Τη θεϊκή αγάπη και εύνοια αποζητούσε και ο Αλέξανδρος, όταν, πριν από τις μεγάλες μάχες, έκαμνε ολονύκτιες επικλήσεις του θείου, για να μπορέσει να ξεπεράσει τα ανθρώπινα μέτρα, όπως και τελικά τα ξεπέρασε.
       Τα ονόματα: Πειθαγόρας, Πείθων, Ευαγόρας, Νικαγόρας, Ορθαγόρας, Αριστόβουλος, Αριστόλαος, Αυδάτα (η βροντόφωνη), Σύνεσις (θηλ.) κ.ά.  σημαίνουν ρητορεία και σύνεση, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν τον θαυμασμό και την εκτίμηση των Μακεδόνων προς τον  έμφρονα δημόσιο λόγο. Έτσι, το όνομα Λυκόφρων «ο υψηλόφρων, αυτός που έχει λαμπρές ιδέες» συνδυάζεται με το Λυκαγόρας, τον «λαμπρό αγορητή». Και όπως η μάχη ήταν πεδίο ανάδειξης ανδρείων μαχητών, έτσι και η αγορά και η συνέλευση λαού και στρατού ήταν ο χώρος, όπου δοκιμαζόταν η ευφράδεια του λόγου, που δόξαζε τον ικανό ομιλητή.
       Τα ονόματα: Ωφελίμα, Χρησίμα (από τη Βέροια), Σύμφορος (δηλ. Χρήσιμος), Όνασος «=αυτός που πρόκειται να ωφελήσει, ο ευεργέτης», Αρσέης (=αυτός που ανυψώνει), Λυσανίας (=αυτός που διαλύει τις θλίψεις), Λυσίας (=αυτός που ελευθερώνει, που λυτρώνει), Λυσίπονος, Σωσίβιος, Σωσίδημος κ.τ.ό. δείχνουν την αξία που ο κόσμος των Μακεδόνων απέδιδαν στην ωφέλεια και την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, καθώς και στο πνεύμα αλληλεγγύης.
       Τα σκωπτικά ονόματα: Ερεβαίος με τη σημασία «σκοτεινός, άγριος», Σκίνδας «ο απρεπής, ο κακότροπος», Σίμος «με μύτη σιμή, κοντή και πλατιά», Σάμος «ψηλός, κρεμανταλάς», Τυρίμμας «τυροφαγάς», Βρυκάτος ή Βρυκαίος «λαίμαργος», Φύσκων «κοιλαράς», κ.τ.ό. ακούγονταν σαν παρατσούκλια και φανερώνουν πείραγμα, εμπαιγμό. Το ίδιο πειραχτικό πνεύμα έχουν και οι σημερινοί Μακεδόνες. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους οι Κοπατσαραίοι και οι Χασιώτες της Ν.Δ. Μακεδονίας, οι Κοζανίτες, όμως, ιδιαίτερα, καθώς και οι παλιοί Βεργοιωτάδες, που σταμπάριζαν, σημάδευαν ορισμένους συντοπίτες τους με δύο ή και τρία παρατσούκλια, τα παρανούμια, όπως τα έλεγαν, με τα οποία περιέγραφαν  την αστεία πλευρά τους, έτσι που στα μάτια των άλλων φάνταζαν όμοιοι με ζωντανή γελοιογραφία. Η βαθύτερη, όμως, στόχευση τέτοιων πειραγμάτων με σκωπτικά ονόματα απόβλεπε στην κοινωνία των αρχαίων Μακεδόνων στην ηθική και σωματική βελτίωση, κάτω – πάντα – από την οπτική του ελληνικού μέτρου, που είναι εχθρός της υπερβολής και της παρέκλισης.
       Τα ονόματα Φίλα, Φιλίστη ή πιο μακεδονοπρεπώς Βίλα, Βιλίστα, Φιλώτας, Ευγένεια, Ευγείτων, Φιλόξενος, Φιλοξένα και τα παρόμοια μας αποκαλύπτουν τη σημασία που έδιναν οι Μακεδόνες στη φιλία, τη φιλοξενία και την ευγένεια, στοιχεία κάποτε έντονα στη ζωή μας που τώρα τείνουν να εξαφανιστούν.
       Τέλος, ονόματα όπως: Ανάξιππος, Θέρσιππος, Φίλιππος, Ιπποκλής (=δοξασμένος στους ίππους), Ιππομάχας, Ιππόνικος, Ιππίας και άλλα ομόρριζα φανερώνουν την αγάπη των Μακεδόνων για τους ίππους, χρήσιμους σε καιρούς ειρήνης όσο και πολέμου. Αποκορύφωμα στο συναισθηματικό τους αυτό δέσιμο συνιστά η περίπτωση του Αλέξανδρου με το προσωπικό άλογό του, τον θρυλικό Βουκεφάλα.
       Θα μπορούσα να προχωρήσω και σε άλλες υποκατηγορίες ονομάτων, που να έχουν σχέση με κάποια σωματική, ηθική, επαγγελματική ιδιότητα ή και με καταγωγή, αλλά, το μέχρι τώρα ονοματολογικό φάσμα που δειγματοληπτικά σας έχω παρουσιάσει, επιτρέπει με τρόπο πειστικό να διαφανούν οι αξίες με τις οποίες γαλουχούνταν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Τέτοιες είναι η γενναιότητα, η καρτερικότητα, κάθε πολεμική και πολιτική αρετή, η ευγένεια, η φιλία, η φιλοπατρία, η αλληλεγγύη, η θεοσέβεια και η φιλοδοξία.
       Με τις αρετές αυτές αντρώθηκαν και με αυτές πορεύτηκαν νικηφόρα οι Μακεδόνες από τον Γρανικό μέχρι τον Ώξο και τον Ινδό ποταμό. Διοίκησαν τους λαούς με αξιοσύνη, καλλιέργησαν τον πολιτισμό και άφησαν ανεξίτηλη, άσβεστη μνήμη, μνήμη αγαθή, μνήμη ευεργετών. Το πρότυπό τους προσπαθούσαν να το μιμηθούν και οι κοσμοκράτορες Ρωμαίοι, που ξεχώριζαν τους Μακεδόνες από το σύνολο των υπηκόων τους και τους θεωρούσαν ισάξιους με αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η απήχηση που βρήκε στ’ αυτιά του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλα το όνομα Μακεδόνας και κύρια μακεδονικά ονόματα, όταν αντίκρισε νεαρό εκατόνταρχο να ιππεύει με άνεση πάνω στο άλογό του και τον ρώτησε για την καταγωγή και το όνομά του, καθώς και το όνομα του πατέρα και του παππού του. Και όταν ο εκατόνταρχος του είπε ότι είναι μακεδόνας και στη συνέχεια είπε τα ονόματα που του ζήτησε, ο αυτοκράτορας Καρακάλας, αναφώνησε με ενθουσιασμό λέγοντας: «Έ λοιπόν, άκουσα αυτά που ήθελα. Είσαι πραγματικά Μακεδόνας». Και τον προήγαγε στο βαθμό του χιλίαρχου. Να σημειώσουμε ότι την προσωπική φρουρά του Καρακάλα αποτελούσαν 16.000 επίλεκτοι Μακεδόνες.
       Λίγο πριν ολοκληρώσω το θέμα μου, θα προβάλω δύο εμβληματικά για την περίπτωση των Μακεδόνων ονόματά τους, τα: Πρόμαχος κι Εύαρχος. Πρόμαχος, προμαχώνας η χώρας τους και πρόμαχοι του ελληνισμού οι Μακεδόνες. Εύαρχος, εύαρχοι οι Μακεδόνες, καθώς ασκούσαν σωστή αρχή, καλή διοίκηση.
       Με την ευκαιρία σας αναφέρω ενδεικτικά ένα ανέκδοτο για τον πολύ άξιο στρατηγό και διάδοχο του Αλέξανδρου, τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, που διοίκησε με τρόπο άριστο την μικρασιατική Φρυγία. Όταν, μετά το θάνατό του, ένας υπήκοός του, έσκαβε σε μέρος πετρωτό, προκάλεσε την απορία ενός διαβάτη, που σταμάτησε και τον ρώτησε: «Γιατί σκάβεις μέσα στις πέτρες;» τότε ο άλλος του απάντησε: «Σκάβω, για να βρω τον Αντίγονο…».
       Στη διάρκεια της βασιλείας δύο μόνο διαδόχων του Αλέξανδρου, του Σέλεικου και του γιου του Αντίοχου, κτίστηκαν στο χώρο της Μέσης Ανατολής 60 πόλεις, ολοκληρωμένες με τείχη, αγορά, γυμναστήριο, θέατρο, δημόσια λουτρά και βιβλιοθήκες, όπως, για παράδειγμα, η περιβόητη βιβλιοθήκη της Αντιόχειας. Οι Μακεδόνες δημιούργησαν ένα πολιτισμικό και διοικητικό προηγούμενο, που μέχρι σήμερα παραμένει ρεκόρ αξεπέραστο.
       Τόσο σωστά κυβερνούσαν, που στην Αίγυπτο τους θεωρούσαν – και ακόμα τους θεωρούν – ως συνέχεια των Φαραώ. Και όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων, οι λαϊκές μάζες των Πελοποννησίων έκλαψαν και θρήνησαν την στέρηση της μακεδονικής διοίκησης, όπως το γράφει ξεκάθαρα Η ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος του Γιάννη Παπασταύρου.
       Στους χαλεπούς καιρούς, που ζει ο λαός και η πατρίδα μας, το πρότυπο των αρχαίων Μακεδόνων, καθώς εκφράζει την πανελλήνια ενότητα, την αποφασιστικότητα και τη διοικητική αξιοσύνη, προβάλλει αναγκαία επίκαιρο, πολύ επίκαιρο.
       Τέλος, ως προς την αξία των ονομάτων για την απόδειξη της ελληνικότητας των παλαιών Μακεδόνων, δε βρίσκω άλλη κατακλείδα παρά τα όσα υπογραμμίζει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλός μου Μανώλης Ανδρόνικος: «Οριστική απάντηση στο ερώτημα για την καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων είναι οι επιγραφές στις 70 στήλες της Βεργίνας, καθώς και οι 5.000 επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και τα 11.000 ονόματα Μακεδόνων, που υπάρχουν στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών Αθηνών».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Μ. 1950 ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΒΕΡΟΙΑΣ

ΔΗΜΙΤΣΑΣ Μ. 1988: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΝ ΛΙΘΟΙΣ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟΙΣ.

ΣΑΚΑΛΗΣ Α. 2006: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ (ΕΚΔ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ Α.)

ΡΙΖΑΚΗΣ Α. – ΤΟΥΡΑΤΣΟΓΛΟΥ Δ. 1985: ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΑΘΗΝΩΝ)


Ο πρόεδρος του ΟΔΕΓ Καβάλας κ. Κόντος με τον ομιλητή κ. Μπουσμπούκη Αντώνιο και τη φιλόλοφο κ. Καρατζά Εύη, μέλος του ΔΣ του Ομίλου

Άποψη του ακροατηρίου 

 Ο κ. Κόντος επιδίδει στον κ. Μπουσμπούκη αναμνηστική πλακέτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου